καρελάρω
(βενετ. quarelar, ιταλ. querelare): κατηγορώ, ενάγω βλ. και καρέλα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(βενετ. quarelar, ιταλ. querelare): κατηγορώ, ενάγω βλ. και καρέλα
παλιό νόμισμα της Νεαπόλεως Ιταλίας
ο προερχόμενος από το χωριό Καρυά της Λευκάδας
(ιταλ. quarto): το ένα τέταρτο
(ιταλ. cassa): το δημόσιο ταμείο
η περιουσία
(ιταλ. qualita): η ποιότητα
κεφάλαιο
(ρήμα κλείω): κλείνει
(ιταλ. commesso): εντολοδόχος, επίτροπος, πληρεξούσιος
άνεση, ευκολία, ανάπαυση, τρόποι και μέσα άνεσης. φράση: “Αυτό το σπίτι έχει όλα τα κομόδα” = όλες τις ανέσεις, σε χώρους, επίπλωση, σκεύη νυχτερινών αναγκών κ.τ.λ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κόμοδο /τὸ/ (Ἰ. comodo) = ἄνεσις, εὐκολία, πρᾶγμα εὔχρηστον καὶ ἐξυπηρετικόν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα
(ιταλ. compromissario): διαιτητής, διορισμένος με αμοιβαία συμφωνία
(ιταλ. compromesso): συμβιβασμός, αμοιβαία υπόσχεση για διορισμό διαιτητή
(ιταλ. convenire): ενάγω, ασκώ αγωγή
(ιταλ. conteggiato): υπολογισμός
(βενετ. condizionado): εξαρτώμενος, ο καθορισμένος με όρους
(ιταλ. contrario): αντίθετος, ενάντιος
υπηρέτης
(ιταλ. accordare): συμφωνώ
(ιταλ. cauzione): εγγύηση
(ιταλ. creditore): πιστωτής
(κριτήριο), (ιταλ. [corte foro] criminale): ποινικό δικαστήριο (πρβλ τζιβίλι)
δικαστήριο
ο έχων την πλήρη κυριότητα
(βενετ.laudaduro, ρ. laudare): εγκρίσιμος, επικυρώσιμος (από ανώτερο δικαστήριο)
λιγάτο, (ιταλ. legato): προίκα, κληροδότημα
(ιταλ. livellario): μισθωτής
(ιταλ. livellazione): μίσθωση
(ιταλ. livello perpetuo): εδαφονομή απεριόριστου χρόνου βλ. λίβελο
(ιταλ. libro): βιβλίο