κοφίνα (η)
μεγάλο κοφίνι, ψηλό, μέσα στο οποίο αποθήκευαν ελιές.
Σε κτγρφ. του 1722 βρίσκομε: “κοφίνες για ελιές τρεις”.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μεγάλο κοφίνι, ψηλό, μέσα στο οποίο αποθήκευαν ελιές.
Σε κτγρφ. του 1722 βρίσκομε: “κοφίνες για ελιές τρεις”.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη