αετός (ο)
- το γνωστό, δυνατό, μεγαλοπρεπές και ταχύ όρνιο.
- αετός είναι μέρος του βοδινού κρέατος, το μπροστινό: “Κόψε μου τον αετό”.
- ο νιος, ο λεβέντης, ο καλός γαμπρός – δημ. τραγ. : “Σήμερα στεφανώνεται ο αητός την περιστέρα”
βλ. καί ἀητός
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!