Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αετός (ο)

  1. το γνωστό, δυνατό, μεγαλοπρεπές και ταχύ όρνιο.
  2. αετός είναι μέρος του βοδινού κρέατος, το μπροστινό: “Κόψε μου τον αετό”.
  3. ο νιος, ο λεβέντης, ο καλός γαμπρός – δημ. τραγ. : “Σήμερα στεφανώνεται ο αητός την περιστέρα”

βλ. καί ἀητός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.