χάλκωμα (το)
- χάλκινο σκεύος κοινώς, χαλκοματένιο
- το σύνολο των χάλκινων σκευών ενός νοικοκυριού. Τα χάλκινα σκεύη που δίνονται ως προίκα.
Το “χάλκωμα” στα προικοσύμφωνα το κατέγραφαν ανάλογα με το βάρος του:
σε προικοσ. του χωριού Βουρνικάς του 1825 (ιδιωτικό) διαβάζομε: “χάλκωμα λίτρες 12”, Νο 12.
σε άλλο του 1706, Νο 61 γράφεται: “της δίνομε και ένα κακάβι λίτρες πέντε” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χάλκωμα /τὸ/ (χαλκοῦς -ινος) = χάλκινον δοχεῖον, χαλκός, μπακίρι, τὸ σύνολον τῶν χαλκίνων σκευῶν τῆς ἐγχωρίας προικός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης