Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χάλκωμα (το)

  1. χάλκινο σκεύος κοινώς, χαλκοματένιο
  2. το σύνολο των χάλκινων σκευών ενός νοικοκυριού. Τα χάλκινα σκεύη που δίνονται ως προίκα.
    Το “χάλκωμα” στα προικοσύμφωνα το κατέγραφαν ανάλογα με το βάρος του:
    σε προικοσ. του χωριού Βουρνικάς του 1825 (ιδιωτικό) διαβάζομε: “χάλκωμα λίτρες 12”, Νο 12.
    σε άλλο του 1706, Νο 61 γράφεται: “της δίνομε και ένα κακάβι λίτρες πέντε” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Χάλκωμα /τὸ/ (χαλκοῦς -ινος) = χάλκινον δοχεῖον, χαλκός, μπακίρι, τὸ σύνολον τῶν χαλκίνων σκευῶν τῆς ἐγχωρίας προικός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.