Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλαρίδα (η)

κλαδί δέντρου ή θάμνου με τα φύλλα του.
Απειλή: “Θα σε πιάσω με καμιά κλαρίδα και θα ιδείς …”.
μτφ.: “Αυτά δεν είναι λάχανα, είναι κλαρίδες”, όταν τα χόρτα είναι μακρόκλαδα και όχι τρυφερά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλαρίδα /ἡ/ (κλαδὶς) = κλαδίσκος μετὰ φύλλων, κλαδίσκος ἐπιμήκης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κλαρίδα, η: (υποκ. του κλάδιον, αρχ. ρ. κλάω) = το κλαδί (κλαρί) του δέντρου.

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.