Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Σ

σφαή (η)

η σφαγή, ο λαιμός, ο τράχηλος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφα(γ)ὴ /ἡ/ (σφάζω) = τράχηλος, λαιμός, αὐχήν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σφαή καί σφαγῆ = ὁ λαιμός, καί ἰδίως τό μέρος τοῦ σφαξίματος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σφάκελο, σφακελίδι

Η γνωστή προσβλητική χειρονομία (μούτζα) “που συνιστάται σε άνοιγμα της παλάμης και των δακτύλων του ενός ή και των δύο χεριών και προβολής τους προς την κατεύθυνση αυτού, προς τον οποίον τρέφεται η προσβολή” (Μπαμπινιώτης). Συνοδεύεται συνήθως η κίνηση αυτή με τις φράσεις “πάρε πέντε να ΄χεις δέκα” ‘η “πάρτα . . . Περισσότερα

Σφακισᾶνος

«Ἐδώθε … Σφακισᾶνος» (σελ. 293, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). Ἐκ τοῦ χωρίου Σφακιωτῶν τἠς Λευκάδος

σφάχτης (ο)

πόνος, νευραλγία της πλάτης> Σε συνταγή λαϊκογιατρού (Θ Κατωπόδη) διαβάζομε: “το ρεβέντι λέγεται Ελληνικά ράριον και είναι εν βασιλικόν ιατρικόν πινόμενον ή με νερόν ή με κρασί. Είναι δια κάθε πόνον και σφάκτην, του σώματος ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 125/19). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

σφέκι (το)

το φυσέκι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφέκ(ι) /τὸ/ = φυσίγγιον, φυσέκι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σφελαγγόδρομος

πιθανόν ο περίδρομος. Ένα ξόρκι “για τον σφελαγγόδρομο” λέει: “Έλα αφέντη μου Χριστέ και κυρούλα η Παναγία, πρώτη γιατρειά του κόσμου, ο σφελαντιάς, ο σφελαγγόδρομος, ο περίδρομος να μαραθεί …” Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

σφελαγκ΄νιά (η)

ο ιστός της αράχνης. (σφελαγκνιά) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφελαγκ(ου)νιὰ /ἡ/ (φαλάγγιον) = ἱστὸς ἀράχνης, ἀραχνιά. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σφελαγκωνιά = ὁ ἱστός τῆς ἀράχνης. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σφελάγκι (το)

η αράχνη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφελάγκι /τὸ/ (φαλάγγιον) = ἀράχνη, σφαλάγγι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σφελαχτὸς

Σφελαχτὸς βλ. λ. ἀσφελαχτός. “Τὸ θροῦμπι, τὴν ἀλιφασκιά, τὸ σφελαχτό ..” (σελ. 158, Αθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ) Spartium scorpius. Θάμνος ἀκανθώδης ἐκ τῶν πρώτων φυτῶν, ἅτινα ἀναγγέλουσι τό ἔαρ διὰ τῶν ὡραίων κιτρίνων ἀνθέων των. Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

σφήνα

Σφήνα /ἡ/ (σφὴν) = σφήν, τμῆμα πράγματος σφηνοειδές: «νιὰ σφήνα τυρί», σπέρμα ἀμυγδάλου ἢ λεπτοκαρύου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σφήνα = ἡ ψύχα τῶν ξηρῶν καρπῶν, μία σφήνα ἀμύγδαλο (μιά ψύχα ἀμύγδαλο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σφίγγλα (η)

η βελόνα Κάλαμος – Ρέα Μανωλάτου και σφίγκλα καρφίτσα για τα μαλλιά Αναμνηστικό Λέξεων – Γιώτα και Γιώργος Καραγιάννης

σφιρίγγος

ιαματικό φυτό Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

σφλέντζα (η)

λεπτό τμήμα λεπτοειδές ενός πράγματος. “πετάχτηκε μια σφλέντζα ξύλο και παραλίγο να μου βγάλει το μάτι”. μτφ.: “έφαγα μια σφλέντζα τυρί” = ένα λεπτό κομμάτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφλέντζα /ἡ/ (Ἰ. sfoglietta, Ἀλ. φλιέτε -α) = λέπυρον, παρασχίς, λεπτὸν φύλλον ξύλου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

σφογγόμπολα (η)

η πετσέτα για σκούπισμα χεριών, προσώπου κ.ά (μπόλια). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφογγόμπολα /ἡ/ (σπόγγος, Ἰ. polire) = χειρόμακτρον, προσόψιον, μάκτρον διὰ κουταλοπήρουνα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σφογιά (ἡ)

Σφογιὰ /ἡ/ (Ἰ. sfoglia) = βοηθητικὸν ἔλασμα πρὸς ρῆξιν λίθων διὰ χαλυβδίνων σφηνῶν (παρεντιθέμενον πρὸς στερέωσιν τῆς σφήνας). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης σφογιά (ἡ): βοηθητικό ἔλασμα γιά τήν κοπή λίθων μέ χαλύ­βδινες σφῆ­νες, (πιθανόν ἀπό ΑΡΧ. σφήξ). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου  

σφόντηλας (ο)

ο σπόνδυλος, ο αυχένας Μου βγήκε ο σπόνδυλας από το βάρος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφόντ(η)λας /ὁ/ = σπόνδυλος, ὁ αὐχήν, ἡ χώρα τῶν αὐχενικῶν σπονδύλων. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σφοντήλι (το) ή σφοντύλι

σπόνδυλος, σχήμα κολούρου κώνου με τρύπα στο κέντρο. Στην τρύπα αυτή μπήγεται το αδράχτι και ισορροπημένο μ΄ αυτό το βάρος περιστρέφεται γληγορότερα και στρίβει το νήμα της ρόκας. Είναι ξύλινο ή πήλινο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφοντῆλ(ι) /τὸ/ = κωνικὸς σπόνδυλος προσαρμοζόμενος εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον . . . Περισσότερα

σφοντόνα

Σφοντόνα /ἡ/ = ἡ σφενδόνη, τὸ πρωτόγονον ὄργανον έκσφενδονίσεως λίθων.

σφοντονάω

Σφοντονάω = σφενδονίζω, ἐκσφενδονίζω, περιφέρομαι ἀσκόπως ἐν εἴδει περιστρεφομένης σφενδόνης.

σφραγίδα

ήταν ξύλινο αντικείμενο με σκαλισμένες παραστάσεις. Μ΄ αυτή σφράγιζαν κυρίως το χριστόψωμο ή τα άλλα αρτοκατασκευάσματα

σφυρίδι (το)

πλεχτός σάκος με βούρλα ή τραγόμαλλο σε σχήμα φακέλου που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα στα λιτρουβειά για να βάνουν μέσα στο ζυμάρι της αλεσμένης ελιάς για να τη στείψει η μηχανή. Τα σφυρίδια τα αντικατέστησαν τα τσόλια. Με τα σφυρίδια έστειφταν και τα τσίπουρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα