Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σωροβολιό (το)

αντικείμενα ατάκτως ερριμένα, ακαταστασία.
Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μια μπερδεμένη κατάσταση ή μια γρήγορη / πανικόβλητη κίνηση.

Λέμε: Μπήκα μέσα σε ‘κειο το σπίτι και ήταν όλα μέσα σωροβολιό.
Λέμε: Όπως ξεκίνησε να κουνάει, κατέβηκα τις σκάλες σωροβολιό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.