σωροβολιό (το)
αντικείμενα ατάκτως ερριμένα, ακαταστασία.
Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μια μπερδεμένη κατάσταση ή μια γρήγορη / πανικόβλητη κίνηση.
Λέμε: Μπήκα μέσα σε ‘κειο το σπίτι και ήταν όλα μέσα σωροβολιό.
Λέμε: Όπως ξεκίνησε να κουνάει, κατέβηκα τις σκάλες σωροβολιό.