σώνω
φθάνω να πιάσω κάτι, αρκώ, εξαντλώ.
“Σώσε μου τη σήτα, γιατί εγώ δε φτάνω” – “σώνει, δε χρειάζεται άλλο αλάτι το φαΐ” – “το ξίδι μας εσώθηκε, θέλομε άλλο”.
Κατάρα: “Μη σώσεις και μη φτάσεις”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σώνω (ἴσος -όω) = ἐξισοῦμαι, φθάνω, καταφθάνω, ἐξαρκῶ, ἐξαντλῶ δι’ ἀναλώσεως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης