σωκήπι (το)
κήπος κομμάτι γης μέσα στο χωριό, όπου έβαναν και καλλιεργούσαν αγκινάρες, κουκιά, σκόρδα, κρεμμύδια, ντομάτες κ.λπ.
Σε μικρές πάντα ποσότητες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σωκῆπ(ι) /τὸ/ (ἔσω-κῆπος) = τμῆμα καλλιεργησίμου γῆς ἐντὸς χωρίου ἢ εἸς τὰς παρυφὰς αὐτοῦ (διὰ λαχανοκηπουρικὰ πρώτης ἀνάγκης).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σωκήπι = ἐσωκήπι, κῆπος στό σπίτι περιφραγμένος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Σωκήπια, τα: (έσω+κήπια) = οι εσωτερικοί κήποι, οι κήποι της αυλής. Η διάταξη της οικίας, απ’ την Ομηρική ακόμη εποχή, προϋπέθετε εσωτερική αυλή και μικρά σωκήπια, όπως στα παραδοσιακά λευκαδίτικα σπίτια.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα