Όλες οι λέξεις στο Σ
τακτοποιώ τα του οίκου μου. Σε μοιρολόγι του τόπου έχομε: “Νοικοκυρά συντάζεται να πάει στον κάτω κόσμο / κι αναμεράει τη ρόκα της και χώνει τη φωτιά της …” (Ι.Ν. Σταματέλου, Μοιρολόγια Λευκάδας – 1876 – σελ. 23 και Δημ. Τραγούδια Λευκάδας, σελ 144/9). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα
Σύντας (συντάσσω) = ὅταν, ὁσάκις, ἐνταυτῶ, συγχρόνως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σύντας, ἐπίρρ. χρ. § ὅταν. Π. σύντας ἔρτω, μοῦ τὰ λές· λέγομεν ἀκόμη καὶ ’σάν. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου Από τραγούδι γάμου (Μεγανήσι) – λέγεται στα καρφώματα ” … Σύντας τα εκεντούσανε, ούλα τα δέντρα ανθούσανε, και τα . . . Περισσότερα
το εσώρουχο των γυναικών, το βρακί. Η λέξη κατ΄ ευφημισμόν. Οι παλιές Λευκαδίτισσες δε συνήθιζαν να φορούν βρακί – παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Το ΄χαν όμως στην κασέλα τους, για κάθε ενδεχόμενο. Τέτοιες, δα, πολυτέλειες δεν μπορούσαν να ΄ναι σε καθημερινή χρήση για όλες. Τα φορούσαν σίγουρα οι νυφάδες . . . Περισσότερα
ο επιβάτης βάρκας όπου βυθίστηκε μαζί μ΄ αυτήν ο αποσβολωμένος, ο άναυδος . “μόλις του πήγαν το χαμπέρι έπεσε σύξυλος”
Συργιάν(ι) /τὸ/ (Τ. σεϊρὰν) = περίπατος ἀναψυχῆς.
Σύρ(ι)πο /τὸ/ (σὺν-ρέπω) = ἡ ἔναρξις τῆς νυκτός, τὸ λυκόφως.
Συριπώνει (σὺν-ρέπω) = βραδυάζει, ἐπέρχεται τὸ λυκόφως.
Συργιανάω (Τ. σεϊρὰν) = περιδιαβάζω, περιπατῶ.
ή σύργια σκουριά που πιάνουν τα σιδερένια σκεύη, π.χ. τα κουταλοπίρουνα, τα οποία έδιναν στον καλαμαντζή για καλάισμα (κασσιτέρωμα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Συργιά = σκουριά, σύργιασε τό κουτάλι (σκούριασε τό κουτάλι(. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
υποτελής, υπηρέτης. “τον έχ΄νε συργούν΄ κι άλογο” μτφρ.: ταχυδρόμος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Συργοῦν(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. σεϊράν, Ἰ. surgere;) = ταχυδρόμος, ἀποκρισάτορας, ὑπηρέτης: «τὸν ἔχνε συργοῦν’ κι’ ἄλογο». βλ. καί τσεργοῦν(ι) Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
το σύρε κι έλα, πηγαινοερχότανε
ρυτίδα
Συρίπωμα /τὸ/ (σὺν-ρέπω) = ἡ ἔναρξις τῆς νυκτός, τὸ λυκόφως. βλ. και συρόπωμα
βλ. ψιλοκρόκιδο
Συρόπωμα = σουρούπωμα. βλ. και συρίπωμα
Σύρπο καὶ σοῦρπο § τὸ ἑσπέρας. Ἐκ τούτου σουρπόνει = γίνεται ἑσπέρας.
Συρταριόλι /τὸ/ (σύρω, Ἰ. regolo;) = ἄσκοπος πηγαινοερχομὸς ἀέργου, τὸ σῦρτα-φέρτα.
πρόχειρα, παντοφλοειδή παπούτσια, κυρίως τα τσόκαρα (πιθανότατα, από τον τρόπο που σύρονται κατά το βάδισμα)
Συρταφέρτα (σύρω-φέρω) = πηγαινοέρχομαι, δοσοληπτῶ συχνά, σχετίζομαι.
θηλιά εν είδει αγχόνης, που μόλις τραβήξεις το σκοινί πιάνεις το θύμα, από το ποδάρι, το χέρι κ.λπ. Τη χρησιμοποιούσαν οι παλιοί για να πιάνουν τα ζώα και τα πουλιά. Λέγεται και βρόχος. Απειλή: “θα σ΄ βάλω συρτοθλιά να σε πνίξω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Συρτοθ(η)λιὰ . . . Περισσότερα
πας σαν το σύρτη
αδυνατίζω
Σύσκαρος -η -ο (σὺν-ἐσχάρα, «σκαρὶ») = ὁ μετὰ τῆς «ἐσχάρας» άπολλύμενος, ὁ βυθιζόμενος μετὰ τοῦ πλοίου (ἀντίθετον συνθετικῶς ἀλλὰ συνώνυμον τοῦ «σύμψυχος» (αὔτανδρος)).
περικύκλωση από πυρκαγιά. ” με πήρε το σύφλογο και με τσουρούφλισε” μτφ.: ξαφνικός και βαρύς θυμός: “σύφλογο τον έπιασε κι έπεσε πάνω του να τον ξεσκίσει”. Επίσης για τα σπαρτά που τα καίει ο καιρός και χάνονται: “τα πήρε το σύφλογο” – “τον πήρε το σύφλογο και τον κατάπιε” ΒΑΛ. . . . Περισσότερα
καταστρέφω, -ομαι βλ. συφοριασμένος, -η, -ο
κατεστραμένος, -η, -ο βλ. συφοριάζω
πολλά χέρια “θέλει συχέριο” = θέλει πολλούς ανθρώπους, πολλά χέρια
Σφηνίζω (Ἰ. sfinire, σφὴν;) = μισοστεγνώνω ὑπὸ πίεσιν ἢ ἐξάτμισιν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σφλέντζα /ἡ/ (Ἰ. sfoglietta, Ἀλ. φλιέτε -α) = λέπυρον, παρασχίς, λεπτὸν φύλλον ξύλου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σφυρὶ /τὸ/ = σφυρίον, μικρὰ σφύρα.
Σφυρίδα /ἡ/ (σφύραινα) = ὁ ἰχθῦς σέρρανος ὁ γνήσιος.