γιωμάρα (η)
η επικίνδυνη σκουριά – οξείδωση του χαλκού – που πιάνουν τα χάλκινα σκεύη του σπιτιού.
Την αποκατάσταση τους αναλάμβαναν οι πλανόδιοι καλατζήδες που τα καλάγλιζαν με κασίτερο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γιωμάρα (ἰός, ἰόω -ῶ) = ὀξείδωσις τοῦ χαλκοῦ, γεῦσις ὀξειδώσεως (ἰδίᾳ ἐκ χαλκοῦ), κακογευσία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης