σφήνα
Σφήνα /ἡ/ (σφὴν) = σφήν, τμῆμα πράγματος σφηνοειδές: «νιὰ σφήνα τυρί», σπέρμα ἀμυγδάλου ἢ λεπτοκαρύου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σφήνα = ἡ ψύχα τῶν ξηρῶν καρπῶν, μία σφήνα ἀμύγδαλο (μιά ψύχα ἀμύγδαλο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής