σφλέντζα (η)
λεπτό τμήμα λεπτοειδές ενός πράγματος.
“πετάχτηκε μια σφλέντζα ξύλο και παραλίγο να μου βγάλει το μάτι”.
μτφ.: “έφαγα μια σφλέντζα τυρί” = ένα λεπτό κομμάτι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σφλέντζα /ἡ/ (Ἰ. sfoglietta, Ἀλ. φλιέτε -α) = λέπυρον, παρασχίς, λεπτὸν φύλλον ξύλου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και σφλεντζάρι. Κομμάτι ξύλου κατάλληλο για τη φωτιά, από τη σκεπαρνιά ή το τσεκούρι (σκίζα).
Η λέξη έχει ιταλική-μεσαιωνική προέλευση. Συγκεκριμένα flecha (φλέτσα) = φρέτζα = φρέζα = σκίζα. Παρατηρούμε τη συνηθισμένη κατά τη γραμματική εναλλαγή των φθόγγων φλ και φρ στις λατινογενείς λέξεις, όπως π.χ. flagfellum, φραγγέλιον κ.λπ. (βλ. σχετικά Στυλ. Αλεξίου, Γλωσσικά Μελετήματα, σελ. 76, σημ. 9).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Αλέκος Παππάς -
Αυτή η λέξη με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και στην Βόρειο Ήπειρο, ειδικά στην περιοχή της Δρόπολης