ρουπώνω 07 Οκτ, 2017 Ρ 1 Σχόλιο 0 Ρουπώνω = τρώγω κάτι πρόχειρα, ρούπωσα, ἔφαγα κάτι (ἀπ᾿ τό ρουμπώνω). βλ. και ροπώνω
Γάκης Βασίλης - Απάντηση 4 Ιουνίου, 2022 at 11:43 μμ Ρουμελιώτικα: Ρουπώνου (ρήμα)= χορταίνω. φρ. “αυτός δε ρουπώνj μι τίπουτα”.
Γάκης Βασίλης -
Ρουμελιώτικα: Ρουπώνου (ρήμα)= χορταίνω. φρ. “αυτός δε ρουπώνj μι τίπουτα”.