ροῦν(ι) 15 Φεβ, 2017 Ρ 0 Σχόλια 0 Ροῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. regno;) = μεταλλικὸν κέρμα (συνήθως εἰκονίζον τὴν βασιλικὴν προτομήν).