ράζο 13 Φεβ, 2017 Ρ 0 Σχόλια 0 Ράζο /τὸ/ (Ἰ. raso-sodare) = ἐπίρραμα, ὑπόρραμα, περίρραμα, ἐνισχυτικὴ ταινία.