φ(υ)τίλια
Φυτίλια (και με -ι-, φιτίλι). Λέμε αυτό το ρούχο “έγινε φτίλια” εφθάρη. Φιτίλι(ον), υποκοριτικό του αρχαίου πτίλον, ίσως με επίδραση του τουρκικού fitil (Ανδριώτης). Ως γνωστόν τα φιτίλια για το καντήλι ή το λυχνάρι τότε πριν βγουν τα λουμίνια του εμπορίου, γινόταν με στριφτό βαμβάκι που εύκολα ξεφτίζει, όπως και τα υφάσματα. Ο Ανδριώτης: ζευτελίζω, εξ-ευτελίζω (…ευτελής), ομόηχο και όχι άσχετο.