Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ριφατούρα (η)

επισκευή, ικανοποίηση

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ριφατούρα /ἡ/ (Ἰ. rifare) = ἐπισκευή, διόρθωσις, εὐθέτησις, μείωσις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


(τά) ριφατούρα: ἐπισκευή, εὐθέτηση (IT. rifinitura).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.