ρίχνω
- βλαστάνω, πετάω βλαστάρι, βγάζω μπουμπούκια: “Τ΄ αμπέλια ερίξανε”.
- κάνω τ΄ άλογο να καλπάσει: “Έριξαν τ΄ άλογα στο πανηγύρι, δηλ. έκαμαν ιπποδρομίες, ποιος θα φτάσει πρώτος στο χωριό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρίχνω = ρίπτω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
“ρίχνω το όνομα”: γίνομαι νουνός, βαφτίζω, δίνω όνομα
“ρίχνω το άλογο”: τρέχω το άλογο, αναγκάζω το άλογο που ιππεύω να τρέξει
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας