Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρίχνω

  1. βλαστάνω, πετάω βλαστάρι, βγάζω μπουμπούκια: “Τ΄ αμπέλια ερίξανε”.
  2. κάνω τ΄ άλογο να καλπάσει: “Έριξαν τ΄ άλογα στο πανηγύρι, δηλ. έκαμαν ιπποδρομίες, ποιος θα φτάσει πρώτος στο χωριό.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρίχνω = ρίπτω.

βλ. και ρήχνω -τω καὶ ρύχτω

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


“ρίχνω το όνομα”: γίνομαι νουνός, βαφτίζω, δίνω όνομα
“ρίχνω το άλογο”: τρέχω το άλογο, αναγκάζω το άλογο που ιππεύω να τρέξει

Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.