Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ροδάνι (το)

  1. υφάδι του αργαλειού, γενικά κλωστή.
  2. ασταμάτητη πολυλογία, λογοδιάρροια. Φράση: “η γλώσσα του πάει ροδάνι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ροδάνη -ι /τὸ/ (ῥοδανὸς) = νῆμα, κλωστή, ὑφάδι, ὁμιλία ἀδιάκοπος, «πάει ἡ γλῶσσα τ’ ροδάνι».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.