Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρογιάζω

παίρνω κάποιον στη δουλειά μου με μισθό.
φράσεις: “Είναι ρογιασμένος στο ξηρόμερο για το θέρο” – “ερρόγιασα την κοπέλα μου στο τάδε για δυο χρόνια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρο(γ)ϊάζω (Ἰ. rogare) = ἐκμισθώνω ὑπηρέτην, προσλαμβάνω μισθωτόν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.