ρογιάζω
παίρνω κάποιον στη δουλειά μου με μισθό.
φράσεις: “Είναι ρογιασμένος στο ξηρόμερο για το θέρο” – “ερρόγιασα την κοπέλα μου στο τάδε για δυο χρόνια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρο(γ)ϊάζω (Ἰ. rogare) = ἐκμισθώνω ὑπηρέτην, προσλαμβάνω μισθωτόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης