Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ῥοδίζω

Ῥοδίζω (ῥοδίζω). Ἀμετ. Ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλίου τῆς φλογός, ἢ ἐκ τῆς αἰδοῦς κοκκινίζουσιν αἱ παρειαί, αἱ χεῖρες κτλ. φρ. μὴν κάθεσαι κοντὰ στὴ φλόγα γιατὶ θὰ ῥοδίσης. Ἐρόδισ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο. – Τὸ ψωμὶ ἐρόδισε· ἐρόδισ᾿ ἀπ᾿ τὸ φόβο του = (ἐκατακοκκίνισε).

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Ῥοδίζω § ποιῶ τι ἐρυθρὸν ὡς τὸ ῥόδον. Π. φοῦρνέ μου… ῥόδισε, κοκκίνισε τσῇ νύφη μας τσῇ πήταις (ᾆσμ. 6).

Σημ. Τὸ ἀρχ. ῥοδίζω· ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λέξ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.