ῥοδίζω
Ῥοδίζω (ῥοδίζω). Ἀμετ. Ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλίου τῆς φλογός, ἢ ἐκ τῆς αἰδοῦς κοκκινίζουσιν αἱ παρειαί, αἱ χεῖρες κτλ. φρ. μὴν κάθεσαι κοντὰ στὴ φλόγα γιατὶ θὰ ῥοδίσης. Ἐρόδισ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο. – Τὸ ψωμὶ ἐρόδισε· ἐρόδισ᾿ ἀπ᾿ τὸ φόβο του = (ἐκατακοκκίνισε).
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ῥοδίζω § ποιῶ τι ἐρυθρὸν ὡς τὸ ῥόδον. Π. φοῦρνέ μου… ῥόδισε, κοκκίνισε τσῇ νύφη μας τσῇ πήταις (ᾆσμ. 6).
Σημ. Τὸ ἀρχ. ῥοδίζω· ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λέξ.