ρογί ή ροΐ
το λαδοροΐ = δοχείο λαδιού ειδικού σχήματος, επιτραπέζιο ελαιοδοχείο των χωρικών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ῥογί. (ῥοή). ἀγγεῖον. ἀποκλειστικῶς διὰ τὸ ἔλαιον = λαδικό.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το λαδοροΐ = δοχείο λαδιού ειδικού σχήματος, επιτραπέζιο ελαιοδοχείο των χωρικών
Ῥογί. (ῥοή). ἀγγεῖον. ἀποκλειστικῶς διὰ τὸ ἔλαιον = λαδικό.