Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Λ

λέ(γ)ω (λέγω)

το κοινό και πανάρχαιο ρήμα “λέω” έχει στο νησί ιδιωματικούς μερικούς τύπους. Γι΄ αυτό και το συμπεριλαμβάνουμε. Π.χ. ο παρατατικός αντί έλεγα γίνεται ήλεγα και ήλεα. Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροϊσκιωτος, ΙΙ: “Την κρύα κορφήν ανέβηκα / με μπόρες και με χιόνι / πόλεα τα κρύα μου νεφρά / πως ο ουρανός . . . Περισσότερα

λεβάδα (η)

περίπατος, αναψυχή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεβάδα /ἡ/ (Ἰ. levata) = ἔγερσις, ἀναχώρησις, περίπατος, ἀναψυχή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λεβάντα (η)

το αρωματικό φυτό λεβάντα ή στοιχιάς. Φύλλα λεβάντας βάνουν στις κασέλες, κομμούς κτλ. για να μοσχοβολούν τα ρούχα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεβάντα /ἡ/ (Ἰ. lavanda) = τὸ θαμνωδες ἀρωματικὸν λιππία ἡ κίτροσμος, ἡ λουΐζα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λεβάντες (ο)

ο ανατολικός άνεμος, η ανατολή. Οι παλιοί ονομάτιζαν τις πλευρές του κτήματος τους με βάση τους αγέρηδες. Σε προικοσύμφωνο του 1697, Γεναρίου 10, διαβάζομε: “Συνορίτης περ πουνέντε ο κυρ Ζαφείρης Μαρίνος, περ λεβάντε ο αυτός …”. Και σε αίτηση άδειας για κατασκευή νερόμυλου βλέπομε: “Εγώ ο βεβαιωμένος Νικολός Κοντομίχης από . . . Περισσότερα

λεβίθα (η)

σκουλήκια που ζούσαν παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων – ιδίως των μικρών παιδιών: “Έπαρε ιατρέ χαμέμυλον και βράσε το με μαντζουράνα να το πίνει από βραδύς και εβγαίνουσιν αι λεβύθαι” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεβίθα /ἡ/ = ἔλμινς -θιον, παρασιτοσκώληξ τοῦ παιδικοῦ ἐντέρου. Τα Λευκαδίτικα — . . . Περισσότερα

λεγέν(ι)

Λεγέν(ι) /τὸ/ (Π. Τ. λεγέν, Σ. λεγκέν, Ἀλ. λjεγjέν-ι) = λεκάνη νίψεως φορητή, χέρνιβον, νιπτήρ.

λέγκας (ο)

ο ατημέλητος, ο απεριποίητος, ο άχαρος. Παλιότερα λέγκας λεγόταν εκείνος που είχε ανοιχτό το “περιλαίμιο” του πουκαμίσου του, εθεωρείτο αυτό ένδειξη τεμπελιάς και φυγοπονίας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λέγκας /ὁ/ (λαγγάω -ώδης) = ὁ ἐξ ὀκνηρίας καὶ ἀβελτηρίας ἀτημέλητος, ὁ ἔχων ἀνοικτὸν τὸ περιλαίμιον τοῦ ὑποκαμίσου . . . Περισσότερα

λέει το λες

λέγεται με παράπονο, με νεύρα, με αγανάκτηση, όταν υποφέρουμε από κάποιον

λειανίζω

Λειανίζω: ρ. λειαίνω-λειανέω αντί λεαίνω = κάμνω τι λείον, συντρίβω, κοπανίζω. Εδώ με την μεταφορική έννοια του δέρνω.

λειματίδα (η)

το πολύ μικρό κομμάτι, το τρίμμα, το υπόλειμμα. Λέγεται για τους αδύνατους και λιπόσαρκους ανθρώπους. φράση: “Δεν έχει λειματίδα απάνω του” = είναι πολύ αδύνατος. Το ίδιο ισχύει και για τα σκελετωμένα ζώα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λ(ει)ματίδα /ἡ/ (λεῖμμα -ατὶς) = λείψανον, ὑπόλοιπον, ἀπομεινάρι (ἄλλειμμα . . . Περισσότερα

λειριάζω ή λυγδιάζω

είμαι λερωμένος, φορώ ρούχα λυγδιασμένα και άπλυτα – λειριασμένος = ο ρακένδυτος και λερωμένος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λειριάζω (Ἰ. lerciare) = εἶμαι ρυπαρός, παρηκμασμένος, ρακένδυτος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λειριασμένο, το

Λειριασμένο, το = το πολύ λεπτό, το αδύναμο, (αρχ. λείριον = κρίνος) και λειριόεις-εσσα-εν ή λείριον = ο πολύ λεπτός, ο καχεκτικός.

λειχούτσω

Λειχούτσω, -τσος, ο λιχούδης, ο λαίμαργος. Από το αρχαίο λείχω, γλείφω (λειχουδιά). Με το ομόηχο γλύφω, χαράττω, άσχετο. Απ΄ αυτό ο γλύπτης. Από το λείχω και η λειχήνα.

λειψάδα

Λειψάδα: ἐκ τοῦ λείπω. Σημαίνει κενὸν σχηματισθὲν ἐκ τῆς ἀφαιρέσεως τεμαχίου τινὸς ἀπὸ στερεοῦ σώματος. Ἡ αὐτὴ τῆς ἔλλείψεως ἔννοια ἄλλως, τροπολογηθεῖσα φαίνεται καὶ ἐν τοῖς λειψός, λειψή. Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

λείψανο

Λείψανο /τὸ/ (λείπω) = ὁ πρὸς ἐκφορὰν εὐπρεπισμένος νεκρός.

λειψή (η)

καλαμποκόψωμο του ταψιού, κοινώς ροκίσα. Είναι δύο ειδών: ανεβατή που ζυμωνόταν με προζύμι και η λειψή που γινόταν δίχως προζύμι. Στη λειψή έριχναν μέσα σταφίδες και κανέλα και γινόταν νόστιμη. Έφκιαναν και τηγανίτες ανεβατές και λειψές. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Γ΄, σχόλια, σημειώνει: “λειψαίς και ανεβαταίς, αι μεν άζυμοι, αι δε . . . Περισσότερα

λειψό

Λειψό § τὸ ἐναντίον τοῦ ἀνεβατό, (ἰδ. τὴν λ.). Λέγεται ἐπὶ ἄρτου μὴ ἐπιτυχόντος τὴν ζύμωσιν καὶ ἔψησιν. Σημ. Ἐκ τοῦ λείπω, λείψω. Εὔχρ. ἡ λ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς. βλ. και λειψή (η)

λειωμένος

ρήμα, λειώνω. Εδώ, αυτός που χάνει βάρος, αδυνατίζει. Υβριστικό, για μας ο λειωμένος. Προέρχεται από το αρχαίο λειώ (-όω) κι αυτό από το λείος, ίσιος (κατά Φιλίντα, από το λιγώνω). Από δω και το λειώμα (όχι λυώμα), έγινε λειώμα. Άλλοι (Ψυχάρης) το πηγαίνουν στο λύω. Όταν εμείς λέμε έλειωσα εννοούμε . . . Περισσότερα

λεκάτη (η)

λακάτη, ηλακάτη, κοινώς ρόκα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεκάτη = ἠλακάτη, στρομβοειδὴς πλεκτὴ ροκαδιὰ λινάρι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Λεκάτη (ἡλακάτη). Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

λεκατίζω

γνέθω με τη λεκάτη, βάνω τουλούπα να γνέσω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεκατίζω (ὴλακάτη) = γνέθω λινάρι εἰς πλεκτὴν στρομβοειδῆ ρόκην. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Λεκατίζω τυλίσσω εἰς τὴν λεκάτην (ῥόκαν). Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

λεκατσά

έτσι έλεγαν το χτενισμένο λινάρι σε μερικά χωριά, και τις ρόκες που το έγνεθαν λεκατσόροκες. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη  

λέλα

Λέλα /ἡ/ (ὑποκορ. τῆς λέξ. καραμέλλα) = καραμέλλα ἀπὸ σιρόπι ζακχάρεως εἰς σχῆμα τετραγώνου πλακιδίου (καραμέλλα τῆς πλάκας).

λεμεντάρομαι

εκφράζω παράπονα, διαμαρτύρομαι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεμεντάρομαι (Ἰ. lamentare) = διαμαρτύρομαι, μεμψιμοιρῶ, παραπονοῦμαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λεμέντο (το)

παράπονο. “Το ΄χω λεμέντο μέσα μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεμέντο /τὀ/ (Ἰ. lamento) = διαμαρτυρία, μεμψιμοιρία, παράπονον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Το παράπονο. Είναι ο ιταλικός lemento ( ρήμα lamentare). Συνήθως στον πληθυντικό. “Έχει πολλά λεμέντα” (παράπονα). Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

λεμονοστύμμονο (το) και λεμονοστήμο-νο

το στυμμένο λεμόνι, η λεμονόκουπα. Τη χρησιμοποιούσαν στο πλύσιμο των πιάτων με στάχτη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεμονοστήμο-νο /τὸ/(λεμόνιον-στείβω) = λεμονόκουπα στειμμένη. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης