λειχούτσω
Λειχούτσω, -τσος, ο λιχούδης, ο λαίμαργος. Από το αρχαίο λείχω, γλείφω (λειχουδιά). Με το ομόηχο γλύφω, χαράττω, άσχετο. Απ΄ αυτό ο γλύπτης. Από το λείχω και η λειχήνα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λειχούτσω, -τσος, ο λιχούδης, ο λαίμαργος. Από το αρχαίο λείχω, γλείφω (λειχουδιά). Με το ομόηχο γλύφω, χαράττω, άσχετο. Απ΄ αυτό ο γλύπτης. Από το λείχω και η λειχήνα.