λεμέντο (το)
παράπονο. “Το ΄χω λεμέντο μέσα μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λεμέντο /τὀ/ (Ἰ. lamento) = διαμαρτυρία, μεμψιμοιρία, παράπονον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το παράπονο. Είναι ο ιταλικός lemento ( ρήμα lamentare). Συνήθως στον πληθυντικό. “Έχει πολλά λεμέντα” (παράπονα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης