Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λειανίζω

Λειανίζω: ρ. λειαίνω-λειανέω αντί λεαίνω = κάμνω τι λείον, συντρίβω, κοπανίζω. Εδώ με την μεταφορική έννοια του δέρνω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.