λεβίθα (η)
σκουλήκια που ζούσαν παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων – ιδίως των μικρών παιδιών: “Έπαρε ιατρέ χαμέμυλον και βράσε το με μαντζουράνα να το πίνει από βραδύς και εβγαίνουσιν αι λεβύθαι”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λεβίθα /ἡ/ = ἔλμινς -θιον, παρασιτοσκώληξ τοῦ παιδικοῦ ἐντέρου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης