κυράτζα (η)
- η κυρά, η υπηρέτρια του σπιτιού.
Σε χργρ απολογισμό των εξόδων του σπιτιού (1758 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “Σε αποκριάτικα και πασχαλιάτικα του δασκάλου της Κιράτζας έος σήμερον, λ. 317”. - γυναίκα ή και άντρας αμφιβόλου διαγωγής, κακοσουλούπικη, κακομοίρα.
Φράσεις: “Ε, η κυράτσα μας ήρθε” – για ακατάδεχτες κυρίες: “Η κυράτσα δε μας καταδέχεται”.
Σε Vadimonio του 1718, Νο. 3 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έκαμεν όρκο η αυτή κυράτζα αποστόλω χήρα …”.