Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κυράτζα (η)

  1. η κυρά, η υπηρέτρια του σπιτιού.
    Σε χργρ απολογισμό των εξόδων του σπιτιού (1758 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “Σε αποκριάτικα και πασχαλιάτικα του δασκάλου της Κιράτζας έος σήμερον, λ. 317”.
  2. γυναίκα ή και άντρας αμφιβόλου διαγωγής, κακοσουλούπικη, κακομοίρα.
    Φράσεις: “Ε, η κυράτσα μας ήρθε” – για ακατάδεχτες κυρίες: “Η κυράτσα δε μας καταδέχεται”.
    Σε Vadimonio του 1718, Νο. 3 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έκαμεν όρκο η αυτή κυράτζα αποστόλω χήρα …”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.