κρουστὸς -ὴ -ὸ 01 Φεβ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κρουστὸς -ὴ -ὸ (Λ. crusta) = πυκνὸς τὴν πλέξιν ἢ τὴν ὕφανσιν.