Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κρίνω

Κρίνω: (κρίνω, έκρινα, κέκρικα), με τη σημασία του διαλέγομαι, ομιλώ, εκφέρω κρίση ή απόφαση. «Ετυμ.: (κρί-ν-jω), κρίνω, λεσβ. κρίννω κριτός, κριτής, κρίσις κ.λ.π. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.