Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κροποσάκουλο (το)

το σακούλι ή το τσουβάλι που είναι γεμάτο με κροπιά (κοπριά) ζώων. Χρησιμοποιείται προσβλητικά και υποτιμητικά για κάποιον τεμπέλη ή ανίκανο άνθρωπο.

Λέμε: Τι να τον κάμω ετούτονε στην δουλειά αφού είναι ντιπ κροποσάκουλο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.