κροποσάκουλο (το)
το σακούλι ή το τσουβάλι που είναι γεμάτο με κροπιά (κοπριά) ζώων. Χρησιμοποιείται προσβλητικά και υποτιμητικά για κάποιον τεμπέλη ή ανίκανο άνθρωπο.
Λέμε: Τι να τον κάμω ετούτονε στην δουλειά αφού είναι ντιπ κροποσάκουλο.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το σακούλι ή το τσουβάλι που είναι γεμάτο με κροπιά (κοπριά) ζώων. Χρησιμοποιείται προσβλητικά και υποτιμητικά για κάποιον τεμπέλη ή ανίκανο άνθρωπο.
Λέμε: Τι να τον κάμω ετούτονε στην δουλειά αφού είναι ντιπ κροποσάκουλο.