Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κριτσανάω ή κριτσανίζω

μασάω τραγανιστά κάτι το πολύ φρυγμένο, παξιμάδι, κουλούρι κτλ.
Φράσεις: “Δεν κριτσανιέται αυτό το παξιμάδι” – “Το ΄φαγα κριτσανιστά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κριτσανάω (ἠχητ. κρίζω) = τραγανίζω, ροκανίζω ξηρὸν τράγημα, τρίζω. «κριτσανάω τὰ δόντια».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.