κριτσόνι (το)
- το έντομο τριζόνι ή γρύλος.
- αυτοσχέδια ροκάνα που την κατασκευάζουν τα παιδιά μόνα τους, χρησιμοποιώντας μικρό σανιδάκι, ένα κομμάτι πλατύ από καλάμι και μια οδοντωτή ρόδα. Το περιστρέφουν κυκλικά πιασμένο από μια ξύλινη εγκάρσια λαβή και το περιφέρουν στην περιφορά του Επιταφίου και στις αγρύπνιες. Είναι εξαιρετικά θορυβώδες.
φράση: “Βαράνε τα κριτσόνια και δεν ακούω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κριτσόνι /τὸ/ (κρίζω) = ὁ γρύλλος, τὸ τριζόνι,
ἡ ροκάνα (τὸ ἐκ τεμαχίου καλάμου, ἑνὸς ὀδοντωτοῦ τροχίσκου καὶ ἐγκαρσίας λαβῆς θορυβῶδες παίγνιον τῶν παιδίων εἰς τὰ χωρία, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ καὶ τὴν αὐτοσχέδιον μουσικὴν συνοδείαν κατὰ τὴν περιφορὰν τῶν ἐπιταφίων).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης