Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κροπιά

η κοπριά κατοικίδιων ζώων: βοδιού (=βουνιές), γαϊδάρου, αλόγου, όρνιθας, “Ήγουν κοτσιλιά”, περιστεριού, προβάτου και γίδας, κοπριά σαλαμιδιού και χήνας.
Όλα αυτά τα είδη κοπριάς χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικά σκευάσματα, αλλά και για λίπανση των χωραφιών. Π.χ. χρησιμοποιούσαν την κοπριά των “χοντρών” ζώων (ή ακόμα και την κρασοσκουριά, λαδοσκουριά, ιστό αράχνης) ως αντιμολυσματικό, θέτοντας τη σε πληγές από χτυπήματα. Η κοπριά αυτή όμως έπρεπε να είναι “χωνεμένη”, άρα μουχλιασμένη.  Και οι νεότεροι αποκάλυψαν ότι τα μουχλιασμένα υλικά δρουν αντιβιοτικών και δημιουργούν αντισώματα. Και η νωπή κοπριά – λένε- έχει αιμοστατικές ιδιότητες.
Παροιμίες: “Όμοιος τον όμοιον αγαπά κι η κοπριά τα λάχανα” – “Του νοικοκύρη το μάτι είναι κοπριά για το χωράφι”.
Γιατροσοφικά: “Εις βαρεματιάν ύψους, θεραπεία: Έπαρε κόπρον βοός και αλόγου ή γαϊδάρου. βράσε τα μαζί με ξύδι και βάλε τα εις την βαρεματιάν και περνά” – “Δια ν΄ ανοίξεις πρίσμα: κόπρον της χήνας ζεστόν βάλε ιατρεύεσαι” – “Όταν φάγεις μανιτάρια φαμακερά: έπαρε όρνιθας τρυφερήν κοτζιλιάν και τρίψε την με νερό και πότισον με αυτό δύο και τρεις φορές και παρευθύς υγιαίνει”.
Φράσεις: “Έγινα μια κοπριά”, λένε για τους ανήμπορους. “Ένα τσουβάλι κοπριά είναι αυτός”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κροπιὰ /ἡ/ (κόπρος) = ἡ κοπριὰ τῶν κατοικιδίων ζῴων, τὸ φουσκί.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Αναγραμματισμένη κοπριά. Λέμε εκρόπησε, χάλασε δηλαδή. Αρχαία κόπρος

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.