Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γινάτι (το)

θυμός εναντίον κάποιου, προσωρινή έχθρα.
Φράση: “Ας είναι καλά το γινάτι του…”.
Παροιμία: “Το γινάτι βγάνει μάτι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γ(ι)νάτι /τὸ/ (Ἀ.Τ. ἠνάτ) = ἐχθρικὴ διάθεσις, ὀργή, θυμός, πεῖσμα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Γινάτι § ὀργή, Π. μ᾿ ἤφερε τὸ γινάτι καὶ τὸν ἔδειρα. Ἐκ τούτου καὶ ῥ. γιτανεύω = ὀργίζομαι καὶ γυνατόζος = ὀργίλος.

Σημ. Ἄπορον ἡμῖν πόθεν ἡ λ. ἔχει τὸ ἔτυμον.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.