γιόγλι (το)
κάτι το ωραίο, κάτι που αρέσει πολύ.
Μεταφορικά: “τα περνάμε γιόγλια”, δηλ πολύ ευχάριστα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γιόγλι /τὸ/ (Ἰ. giojellare, T. γιὸλ) = καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα, καλλιτεχνία, κομψότης, χάρις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης