γιερός
Γιερός § σῶος, ἀκέραιος, ἰσχυρός, ῥωμαλαῖος, ὑγιής. Ἐκ τούτου γερεύω = γίνομαι ὑγιής.
Σημ. Ἐκ τοῦ ὑγιηρός. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὸ ῥῆμα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Γιερός § σῶος, ἀκέραιος, ἰσχυρός, ῥωμαλαῖος, ὑγιής. Ἐκ τούτου γερεύω = γίνομαι ὑγιής.
Σημ. Ἐκ τοῦ ὑγιηρός. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὸ ῥῆμα.