Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γίκος ή γοίκος (ο)

το σύνολο των χοντρών ρούχων του σπιτιού τακτοποιημένα και διπλωμένα κανονικά με τάξη που τοποθετούνται το ΄να πάνω στ΄ άλλο σε μια ξύλινη βάση ή κασέλα. Το γίκο τον σκεπάζουν μ΄ ένα λεπτότερο ρούχο για να προστατεύει τα χοντρόρουχα από σκόνες, καπνούς κλπ.

Αρ. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα Β΄”Ο οίκος με τα μάλλινα, τα παρδαλά διπλάρια ….”.

Ο γίκος είναι το καμάρι της νοικοκυράς: “Φτωχός γίκος, φτωχό σπίτι”.

Φράση: “Τον περιποιηθήκαμε με το παραπάνω τον άνθρωπο, τον σκέπασα με βελέντζα που έβγαλα από το γίκο μου. Σκέψου …”. Κι αυτό γιατί σε σπάνιες περιπτώσεις “κατέβαζαν το γίκο τους”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.