δράμω
Δράμω (τρέχω, δραμοῦμαι) = τρέχω, προστρέχω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δράμω = προστρέχω, θά δράμω (θά προστρέξω νά βοηθήσω).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στην Λευκαδίτικη διάλεκτο!
Δράμω (τρέχω, δραμοῦμαι) = τρέχω, προστρέχω.
Δράμω = προστρέχω, θά δράμω (θά προστρέξω νά βοηθήσω).