δρολάπι (το)
βροχή με δυνατούς ανέμους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δρολάπι /τὸ/ (ὑδρολαίλαψ) = καταρρακτώδης βροχὴ μετὰ θυέλλης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βροχή με δυνατούς ανέμους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δρολάπι /τὸ/ (ὑδρολαίλαψ) = καταρρακτώδης βροχὴ μετὰ θυέλλης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης