Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δροπίκι (το)

  1. δρωπίκι, υδροπικιάση, διαβάτης. Κατάρα: “Να ΄σ΄ γέν΄δρωπίκι μέσα σου …”.
  2. δυσώδες υγρό που βγαίνει από πληγή.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δροπίκι /τὸ/ (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = ὕδρωψ, ὑδροπικίασις, διαβήτης, δρόπικας.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Γνωστή υβριστική λέξη από σχετική κατάρα. “να σου γίνει δρωπίκι”.
Είναι το αρχαίο ύδρωψ (μεσαιωνικά δρώπικας), αλλιώς η σοβαρή νόσο υδρωπικία ( ο πάσχωνυδρωπικός).
Κοντά στη λαογραφική πλευρά (ο Κοντομίχης την καλύπτει στο λεξικό του, αλλά και ο Λάζαρης, που προτιμούν όμως τη γραφή δροπίκι (με -ο) ας προστεθεί και η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης, Λουκ. ιδ 2 “και ιδού άνθρωπος τις ην υδρωπικός έμπροσθεν αυτού (του Ιησού), που έπασχε δηλαδή από υδρωπικία και ζητούσε τη θεραπεία του.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Δροπίκι = δύσοσμο ὑγρό πού προέρχεται ἀπό πληγή πού δέν γίνεται θεραπεία παρόμοιο μέ πῦον.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.