Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δριμόνι (το)

είδος κόσκινου με πυθμένα από λάτα (=λευκοσίδερο) ή τσίγκο ή και από δέρμα, με τρύπες κατά διαστήματα. Με το δριμόνι κοσκινίζουν κυρίως τα όσπρια και τις σταφίδες. Το χρησιμοποιούσαν όμως και στο αλώνισμα – τώρα δεν αλωνίζουν πια. Μέσα σ΄ αυτό έτριβαν με τις παλάμες τους τα στάχυα που ξέμεναν απείραχτα.
Το δριμόνι ήταν γνωστό από παλιά.
Σε καταγραφή του 1725 (Ιστορικό αρχείο της Λευκάδας) διαβάζομε: “δριμόνι ονομαζόμενο κόσκινο”. Δημοτικό τραγούδι: “δρεμονίζω, κοσκινίζω / και τα τσάχαλα αφανίζω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δριμόνι /τὸ/ (δρυμάσσω, διαρρύπτω; Ἀλ. dερμόj, Β. dαρμὸν) = μέγα κόσκινον μὲ πυθμένα ἐκ λευκοσιδήρου ἢ τσίγκου ἐντὸς τοῦ ὁποίου προστρίβεται διὰ τῆς παλάμης ὁ καρπὸς (σῖτος, κριθὴ κ.λ.π.) ἵνα ἀποπέσωσι φλοιοί, ζιζάνια, μόρια χώματος κ.λπ. Ξένα σώματα μετὰ τὸν ἁλωνισμόν, γαρμπέλο.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.