δροπ(ι)κιάζω
Δροπ(ι)κιάζω (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = πάσχων ὕδρωπα, γίνομαι διαβητικός, πίνω ἀκορέστως ὕδωρ.
δροπικιάζω / δροπκιάζω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Δροπ(ι)κιάζω (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = πάσχων ὕδρωπα, γίνομαι διαβητικός, πίνω ἀκορέστως ὕδωρ.
δροπικιάζω / δροπκιάζω