δρομὴ
Δρομὴ /ἡ/ (δρόμος, διαδρομὴ) = μικρὰ ἐσπευσμένη διαδρομή, τρεχάλα: «ἄειντε νιὰ δρομή….».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δρομὴ καὶ πιδρομή. Βίαιον τρέξιμον. Φρ. τρέξε μιὰ δρομὴ = (ὕπαγε δρομαίως)· – γιὰ ᾿πιδρομὴ τόπος, (ἡ ἀπόστασις ἣν ἤθελέ τις δυανύσει ἐφορμῶν κατά τινος), – σὲ μιὰ δρομὴ τὸν ἔπιασα.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός