Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δρομὴ

Δρομὴ /ἡ/ (δρόμος, διαδρομὴ) = μικρὰ ἐσπευσμένη διαδρομή, τρεχάλα: «ἄειντε νιὰ δρομή….».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Δρομὴ καὶ πιδρομή. Βίαιον τρέξιμον. Φρ. τρέξε μιὰ δρομὴ = (ὕπαγε δρομαίως)· – γιὰ ᾿πιδρομὴ τόπος, (ἡ ἀπόστασις ἣν ἤθελέ τις δυανύσει ἐφορμῶν κατά τινος), – σὲ μιὰ δρομὴ τὸν ἔπιασα.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.