τρωγάδα (η)
το δρολάπι, η ανεμοθύελλα, μεγάλη τρικυμία
ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄:”Α ταύρηκε η Τρωάδα τ΄αχαρα χελιδόνια μου …!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρωγάδα (τρύω, τρύχω) = θύελλα τοῦ Βορρᾶ, χιονοθύελλα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης