τρυπώνω 17 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τρυπώνω (τρύω, τρυπάω) = ἐγκρύπτω, ἐγκρύπτομαι, ράπτω ἀραιῶς καὶ προχείρως πρὸς διευκόλυνσιν τῆς ὁριστικῆς ραφῆς. βλ. και τροπώνω