Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τρυπώνω

Τρυπώνω (τρύω, τρυπάω) = ἐγκρύπτω, ἐγκρύπτομαι, ράπτω ἀραιῶς καὶ προχείρως πρὸς διευκόλυνσιν τῆς ὁριστικῆς ραφῆς. βλ. και τροπώνω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.