τροχάλι (το) και τρόχαλος
- μικρές πέτρες, χαλίκια του γιαλού, πολλά μαζί κι ατελείωτα συμμαζεμένα.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. 937: “Κι ως γλίστραγε, των χαλικών / τον τρόχαλο ξεσέρνοντας …” - όχθος, απότομο κόψιμο του εδάφους
- “τρόχαλος εκ των λίθων γύρος του άλωνος” (Γ.Χ.Μαραγκός)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τροχάλ(ι) /τὸ/ (τραχαλὸς_ = μικρὰ ἐπιφανειακὴ πέτρα, (τράχηλος) = ὄχθος, ἀπότομος τομὴ τοῦ ἐδάφους.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τρόχαλος ὁ ἐκ λίθων γῦρος τοῦ ἅλωνος.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός