Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τροχάλι (το) και τρόχαλος

  1. μικρές πέτρες, χαλίκια του γιαλού, πολλά μαζί κι ατελείωτα συμμαζεμένα.
    Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. 937: “Κι ως γλίστραγε, των χαλικών / τον τρόχαλο ξεσέρνοντας …”
  2. όχθος, απότομο κόψιμο του εδάφους
  3. “τρόχαλος εκ των λίθων γύρος του άλωνος” (Γ.Χ.Μαραγκός)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τροχάλ(ι) /τὸ/ (τραχαλὸς_ = μικρὰ ἐπιφανειακὴ πέτρα, (τράχηλος) = ὄχθος, ἀπότομος τομὴ τοῦ ἐδάφους.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Τρόχαλος ὁ ἐκ λίθων γῦρος τοῦ ἅλωνος.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.