τρωγούρα (η)
φαγούρα, κνησμός
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τρωγοῦρα /ἡ/ (τρύω, τρύχω) = κνησμός, φαγοῦρα, ξυσμάρα. (τρώγω) = τὰ πρὸς διατροφὴν ἐπί τινα χρόνον ἀναγκαιοῦντα τρόφιμα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης