Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πέρπερα (το)

βυζαντινά χρυσά νομίσματα υπέρπυρα και πέμπυρα που μπήκαν σε κυκλοφορία επί Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πέρπερα /τὰ/ = τὸ ὑπερπέραν, τὸ ἐκτὸς τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τὸ ἄφθαστον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.